-
1 Far
adj.Long: P. and V. μακρός.Distant: V. ἔκτοπος, ἄποπτος, τηλουρός, τηλωπός; see Distant.On the far side of: P. and V. τἀπέκεινα (gen.), V. τοὐκεῖθεν (gen.).——————adv.P. and V. μακράν, Ar. and P. πόρρω, P. ἄποθεν, Ar. and V. ἄπωθεν, V. πρόσω, πόρσω, ἑκάς (Thuc. also but rare P.), Ar. τηλοῦ.With comparatives: P. and V. πολύ, πολλῷ, μακρῷ.So far, at so great a distance: P. διὰ τοσούτου.About how far off is the Argive host: V. πόσον τι δʼ ἐστʼ ἄπωθεν Ἀργεῖον δόρυ (Eur., Heracl. 674).From far: P. πόρρωθεν, ἄποθεν, V. πρόσωθεν, τηλόθεν, Ar. and V. ἄπωθεν.Sent from far, adj.: V. τηλέπομπος.Far from: Ar. and V. ἄπωθεν (gen.), Ar. and P. πόρρω (gen.). P. ἄποθεν (gen.), V. πρόσω (gen.), πόρσω (gen.), μακράν (gen.), τηλοῦ (gen.) (Eur., Cycl. 689; also Ar. absol.), τηλόθεν (gen.), ἑκάς (gen.).Be far from, distant from, v.: P. and V. ἀπέχειν (gen.), P. διέχειν (gen.); met., be so far from... that...: P. τοσοῦτον ἀπέχειν τοῦ (infin.)... ὥστε (infin.), or τοσούτου δεῖν (infin.)... ὥστε (infin.).I am far from doing so: P. πολλοῦ γε καὶ δέω.Far from it: Ar. and P. πολλοῦ δεῖ (cf. Ar., Ach. 543).Too far: P. μακροτέραν, P. and V. περαιτέρω; met., go too far, go to extremes, v.: P. and V. ὑπερβάλλειν, V. ἐκτρέχειν.As far as, prep.: P. μέχρι (gen.), ἄχρι (gen.) (rare).As far as possible ( of place). — Send me as far away as possible from this land: V. πέμψον με χώρας τῆσδʼ ὅποι προσωτάτω (Eur., And. 922).As far as possible from Greece: V. ὡς προσωταθʼ ῾Ελλάδος (Eur., I.T. 712).As far as possible: P. ὅσον δυνατόν, εἰς τὸ δυνατόν, V. ὅσον μάλιστα.As far as... is concerned: P. and V. ἕνεκα (gen.) (Dem. 32; Eur., Hel. 1254), V. οὕνεκα (gen.) (Eur., And. 759, Phoen. 865), ἕκατι (gen.) (Eur., Cycl. 655).As far as you are concerned: P. and V. τὸ σὸν μέρος (Plat., Crito, 50B).As far as he was concerned: V. τοὐκείνου... μέρος (Eur., Hec. 989).As far as he was concerned you were saved: P. τό γε ἐπʼ ἐκεῖνον εἶναι ἐσώθης (Lys. 135). cf. τοὐπὶ σέ (Eur.. Rhes. 397).As far as I know: Ar. ὅσον γʼ ἔμʼ εἰδέναι (Nub. 1252).In so far as: P. καθʼ ὅσον.So far, to such an extent: P. and V. εἰς τοσοῦτο, εἰς τοσοῦτον.So far so good: P. and V. τοιαῦτα μὲν δὴ ταῦτα, P. ταῦτα μὲν οὖν οὕτως (Isoc.), V. τούτων μὲν οὕτω, τοιαῦτα μὲν τάδʼ ἐστί.Far advanced in years: P. πόρρω τῆς ἡλικίας, προβεβλήκως τῇ ἡλικίᾳ.His life is already far advanced: V. πρόσω μὲν ἤδη βίοτος (Eur., Hipp. 795).Far and wide: see under Wide.Far into the night: P. πόρρω τῶν νυκτῶν.Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Far
-
2 Into
Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Into
-
3 Late
adj.Behind the time: P. and V. ὕστερος, βραδύς.Delayed: Ar. and V. χρόνιος.Be late, be delayed, v.; P. and V. χρονίζειν.Be too late: P. and V. ὑστερεῖν, P. ὑστερίζειν.Too late for, adj.: P. and V. ὕστερος (gen.).Be too late for, v.: P. and V. ὑστερεῖν (gen.), P. ὑστερίζειν (gen.).Deceased: P. and V. τεθνηκώς, τεθνεώς.Of late: see Lately.With words of time: P. ὄψιος.Late in the afternoon: P. περὶ δείλην ὀψίαν.Late in learning: P. ὀψιμαθής (gen. or absol.).——————adv.P. and V. ὀψέ.It was late in the day: P. τῆς ἡμέρας ὀψὲ ἦν (Thuc. 4, 93).Late in life: P. πόρρω τῆς ἡλικίας.Late at night: P. πόρρω τῶν νυκτῶν.Till late: P. ἕως ὀψέ, εἰς ὀψέ.As late us possible: P. ὠς ὀψιαίτατα.Too late: V. ὀψέ, ὄψʼ ἄγαν, ὕστερον (Eur., Rhes. 333), μεθύστερον.I have come too late for: V. ὕστερος ἀφῖγμαι (gen.) (Eur., H.F. 1174).He arrives at Delium too late: P. ὕστερος ἀφικνεῖται ἐπὶ τὸ Δήλιον (Thuc. 4, 90).Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Late
-
4 Night battle
subs.;P. νυκτομαχία, ἡ.Debate by night, v.: V. νυκτηγορεῖν (or mid.) (acc.).At nightfall: P. ὑπὸ νύκτα.Mid-night: Ar. and P. μέσαι νύκτες, αἱ (Vesp. 218).Far into the night: P. πόρρω τῶν νυκτῶν.All night: use adj., V. πάννυχος.Appearing at night, adj.: V. νυκτίφαντος.Haunting terrors of the night: V. νυκτίπλαγκτα δείματα.Protected by night, adj.: V. νυκτιφρούρητος.Wandering by night: Ar. νυκτοπεριπλάνητος.Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Night battle
-
5 Spend
v. trans.Spend in addition: P. προσαναλίσκειν.Spend beforehand: P. προαναλίσκειν.Spend ( time): P. and V. διάγειν (Eur., Med. 1355) (with acc. or absol.), τρίβειν, Ar. and P. διατρίβειν (with acc. or absol.), κατατρίβειν, Ar. and V. ἄγειν, V. ἐκτρίβειν, διαφέρειν, διεκπερᾶν; see pass.The night is far spent: P. πόρρω τῶν νυκτῶν ἐστί.Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Spend
См. также в других словарях:
χρήμα — Είναι το μέσο που χρησιμεύει ως κοινό μέσο ανταλλαγής και πληρωμών. Σε αυτό βασίζεται η λειτουργία του μηχανισμού των τιμών, που κατευθύνει την παραγωγή και την κατανάλωση, και γι’ αυτό ακριβώς το χ. αποτελεί μια από τις θεμελιώδεις έννοιες της… … Dictionary of Greek
έπαρχος — Βυζαντινός στρατιωτικός τίτλος με ρωμαϊκή προέλευση που απαντάται για πρώτη φορά την περίοδο της βασιλείας του Κωνστάντιου (337 361) για τον άρχοντα της Κωνσταντινούπολης. Ο έ., που συγκαταλεγόταν στους ανώτατους αξιωματούχους του κράτους, ήταν… … Dictionary of Greek
θεοδόσιος — I Όνομα αυτοκρατόρων του Βυζαντίου. 1. Θ. ο Μέγας (Ισπανία 346 – Μιλάνο 395). Αυτοκράτορας της Ανατολικής Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας (379 395) και μετά το 388 και της Δυτικής. Στην Ανατολή διαδέχθηκε τον Βαλέντιο –που βρήκε τραγικό τέλος στην… … Dictionary of Greek
λύσσα — Θανατηφόρα νόσος, η οποία προκαλείται από έναν νευροτρόπο διηθητό ιό, που μεταδίδεται στον άνθρωπο συνήθως από δάγκωμα ή από αμυχές που προξενούν μολυσμένοι σκύλοι ή και άλλα μολυσμένα ζώα, όπως οι γάτες. Πριν από την πλήρη εκδήλωση της νόσου,… … Dictionary of Greek
ταράσσω — ΝΜΑ, και ταράζω Ν, και αττ. τ. ταράττω Α 1. ανακινώ, αναταράσσω (α. «η θάλασσα είναι ταραγμένη» β. «σύναγεν νεφέλας ἐτάταξε δὲ πόντον [ὁ Ποσειδῶν]», Ομ. Οδ.) 2. μτφ. προκαλώ ταραχή, προξενώ σύγχυση, καταστρέφω την ψυχική γαλήνη και την ησυχία… … Dictionary of Greek